ἐπιτρεπόμενα

ἐπιτρεπόμενα
ἐπιτρέπω
to turn to
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθεσμοφάγος — ἀθεσμοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει μη επιτρεπόμενα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄθεσμος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού ἐσθίω] …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • ξεπέρασμα — το 1. το να γίνεται κάτι πέρα από τα επιτρεπόμενα ή καθορισμένα όρια, η υπέρβαση 2. υπερνίκηση, εξουδετέρωση 3. η αντοχή και η υπερπήδηση μιας κατάστασης, συνήθως δυσάρεστης …   Dictionary of Greek

  • παραξεκοντακιάζω — 1. υπερβαίνω τα επιτρεπόμενα όρια 2. φρ. «τό παραξεκοντακιάζω» τό παρακάνω, τό παραξηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξεκοντακιάζω «ωθώ τα πράγματα πέρα από τα επιτρεπτά όρια, τό παρακάνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • υπερβάθμιος — ον, ΜΑ φρ. «ὑπερβάθμιον πόδα τείνω [ή ἀποτείνω]» διαβαίνω το κατώφλι, ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια. επίρρ... ὑπερβαθμίως Μ σε υπέρμετρα μεγάλο βαθμό, χωρίς τήρηση τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαθμός «κατώφλι»] …   Dictionary of Greek

  • υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …   Dictionary of Greek

  • Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”